υδατίς

υδατίς
(-ίδος) η мед. киста

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υδατίς" в других словарях:

  • ὑδατίς — watery vesicle fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδατίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. υδατίδα …   Dictionary of Greek

  • ὑδατίδας — ὑδατίς watery vesicle fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατίδες — ὑδατίς watery vesicle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατίδος — ὑδατίς watery vesicle fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδατίδων — ὑδατίς watery vesicle fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • hidátide — (Del gr. hydatis, idos, especie de ampolla llena de agua.) ► sustantivo femenino 1 ZOOLOGÍA Larva que en el hombre forma un quiste de gran tamaño. (Echinococcus granulosus.) 2 MEDICINA Quiste producido por esta larva. * * * hidátide (del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • υδατίδα — η / ὑδατίς, ίδος, ΝΜΑ φυσαλίδα γεμάτη νερό νεοελλ. 1. ανατ. καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο άκρο τού όρχεως και το άλλο στο πρόσθιο άκρο τής κεφαλής τής επιδιδυμίδας 2. φρ. α) «υδατίδα τού… …   Dictionary of Greek

  • υδατιδοκήλη — η, Ν ιατρ. διόγκωση τού οσχέου, που προκαλείται από αύξηση τών διαστάσεων, κυρίως, τής υδατίδας τής επιδιδυμίδας και, σπανιότερα, τής υδατίδας τού Μοργκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydatidocele < υδατίς, ίδος + κήλη] …   Dictionary of Greek

  • hidátide — (Del gr. ὑδατίς, ίδος). 1. f. Larva de una tenia intestinal del perro y de otros animales que en las vísceras humanas adquiere gran tamaño. 2. Vesícula que la contiene. 3. Quiste hidatídico …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»